- αταλάντευτος
- цврcт
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αταλάντευτος — αταλάντευτος, η, ο και αταλάντωτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ταλαντεύεται, σταθερός, άσειστος (κυριολ. και μτφ.): Στις απόψεις μου εκείνες μένω πάντα αταλάντευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αταλάντευτος — η, ο (Μ ἀταλάντευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν ταλαντεύεται, ο σταθερός 2. όποιος δεν αμφιταλαντεύεται, δεν αλλάζει τις αποφάσεις του ή τις αρχές του μσν. αυτός που δεν επιδέχεται ζύγισμα, ο υπερβολικός … Dictionary of Greek
ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek